ανηρεφής

ανηρεφής
ἀνηρεφής, -ές (Α) [ερέφω]
ο χωρίς οροφή, ασκέπαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνηρεφέος — ἀνηρεφής not couered masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”